ιδιώνυμο αδίκημα

ιδιώνυμο αδίκημα
Αδίκημα που στοιχειοθετείται ως ιδιαίτερη μορφή ενός άλλου αδικήματος. Για παράδειγμα, το ι.α. της επιταγής αποτελεί ιδιαίτερη μορφή του εγκλήματος της απάτης· αντίστοιχα, η υφαίρεση είναι υπεξαίρεση μεταξύ συγγενών. Ο χαρακτηρισμός ι.α. ενεργοποιείται συνήθως σε περιπτώσεις ειδικής προστασίας ενός έννομου αγαθού υπό ορισμένες συνθήκες. Αποβλέπει είτε στην αξίωση ορισμένων πρόσθετων στοιχείων για τη στοιχειοθέτηση ή την τιμωρία του (για παράδειγμα, για την υφαίρεση απαιτείται έγκληση που δεν χρειάζεται για την κοινή υπεξαίρεση) είτε –συνηθέστερα– αποβλέπει στην αυστηρότερη τιμωρία. Ειδικότερα, ι.α. ονομάστηκε το αδίκημα που προέβλεψε ο νόμος 4229/1929 περί μέτρων προστασίας του κοινωνικού καθεστώτος και προστασίας των ελευθεριών των πολιτών από τον κομουνισμό, που ψηφίστηκε επί κυβερνήσεως Βενιζέλου. Αναφερόταν στην τιμωρία (με ειδική, αυστηρή ποινή) της επιδίωξης εφαρμογής ιδεών που είχαν ως έκδηλο σκοπό την ανατροπή του κρατούντος κοινωνικού συστήματος με βίαια μέσα ή την ενέργεια προσηλυτισμού υπέρ αυτής της αρχής κλπ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ιδιώνυμο — το αδίκημα που αποχωρίστηκε με νόμο από τα άλλα όμοια και τιμωρείται με ιδιαίτερες ποινές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ιδιώνυμος — η, ο (Α ἰδιώνυμος, ον) αυτός που ονομάζεται ή χαρακτηρίζεται με ιδιαίτερο όνομα νεοελλ. φρ. (νομ.) «ιδιώνυμο αδίκημα» ή απλώς «ιδιώνυμο» αδίκημα που χαρακτηρίζεται ιδιαιτέρως, διαφορετικά από τα αδικήματα τής γενικότερης κατηγορίας στην οποία από …   Dictionary of Greek

  • ιδιώνυμος — η, ο 1. αυτός που έχει ιδιαίτερο όνομα ή χαρακτηρίζεται με ιδιαίτερο όνομα. 2. «ιδιώνυμο αδίκημα», βλ. ιδιώνυμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κλεπταποδοχή — Η σκόπιμη απόκρυψη, αγορά, κτήση με τύπο ενεχύρου ή αποδοχή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο καθώς και η μεταβίβαση ή η εξασφάλιση της κατοχής από μέρους τρίτου ενός κινητού πράγματος ή τιμήματος αυτού, γνωρίζοντας ότι αυτό προέρχεται από κλοπή. Ο… …   Dictionary of Greek

  • απάτη — I Όρος ο οποίος στηνομική γλώσσα δηλώνει την αθέμιτη συμπεριφορά ενός υποκειμένου, η οποία οφείλεται στην πρόθεση να κατακτήσει δικαιώματα τρίτων ή να αποφύγει την εφαρμογή ενός νομικού κανόνα. Στο δίκαιο, η α. εκτός του ότι είναι συμπεριφορά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”